λάχαν'

λάχαν'
λάχανα , λάχανον
garden-herbs
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαχᾶν — λάχη ashare fem gen pl (doric aeolic) λαχή fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχάν — λαχά̱ν , λαχή fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • INDICUM — apud Plin l. 35. c. 6. E liquidis coloribus, quos a dominis dari diximus (pingenti) propter magnitudinem pretii, ante omnes est prupurissum, e creta argentaria; Ab hoc maxima auctoritas Indico. Ex India venit, harundinum spumae adhaerescente limo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τερμινθεύς — καί Τερβινθεύς, έως, ὁ, Α (ποιητ. τ.) προσωνυμία τού θεού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμινθος / τερέβινθος «είδος φυτού» + επίθημα εύς (πρβλ. λαχαν εύς)] …   Dictionary of Greek

  • κασσιτεράς — κασσιτερᾱς, ὁ (Α) κασσιτερωτής, γανωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. αρτυματ άς, λαχαν άς)] …   Dictionary of Greek

  • κορυζάς — κορυζᾱς, ᾱ, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από δυνατό συνάχι, μυξιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. άς τής λαϊκής αρχαίας γλώσσας (πρβλ. λαχαν άς, φαγ άς)] …   Dictionary of Greek

  • μαντιλίδα — Βλ. λ. χρυσάνθεμο. * * * η (Μ μαντηλίδα) κοινή ονομασία φυτού τού γένους χρυσάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντίλι + κατάλ. ίδα (πρβλ. λαχαν ίδα)] …   Dictionary of Greek

  • οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • στοιβίδα — η, Ν βοτ. είδος τού φυτού ποτήριο, αλλ. αφάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιβή + επίθημα ίδα (πρβλ. γαλατσ ίδα, λαχαν ίδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”